Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈæn.tə.dot/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
antidote antidotes

antidote (en)

  1. το αντίδοτο



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.dɔt/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
antidote antidotes

antidote (fr) αρσενικό

  1. το αντίδοτο