angolano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- angolano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | angolano | angolanoj |
αιτιατική | angolanon | angolanojn |
angolano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | angolano | angolanoj |
αιτιατική | angolanon | angolanojn |
angolano (eo)