ancilla
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ancilla < υποκοριστικό του ancula
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ancilla (la)
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ancilla | ancillae |
γενική | ancillae | ancillārum |
δοτική | ancillae | ancillīs |
αιτιατική | ancillam | ancillās |
κλητική | ancilla | ancillae |
αφαιρετική | ancillā | ancillīs |
Πηγές επεξεργασία
- ancilla - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.