anchetă
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
anchetă (ro) θηλυκό
- η έρευνα
Κλίση επεξεργασία
κλίση του anchetă
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o anchetă | ancheta | nişte anchete | anchetele |
γενική | a unei anchete | anchetei | a unor anchete | anchetelor |
δοτική | unei anchete | anchetei | unor anchete | anchetelor |
αιτιατική | o anchetă | ancheta | nişte anchete | anchetele |
κλητική | — | - | — | - |