Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ancestor ancestors

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈæn.ses.tər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈæn.ses.tɚ/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: an‐ces‐tor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ancestor (en)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Υπάρχει μια σπάνια χρήση του θηλυκού «ancestress»

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας ancestor
γ΄ ενικό ενεστώτα ancestors
αόριστος ancestored
παθητική μετοχή ancestored
ενεργητική μετοχή ancestoring

ancestor (en)

  Πηγές επεξεργασία