amusement
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
amusement (en)
- διασκέδαση, ψυχαγωγία
- το να βρίσκω-θεωρώ κάτι αστείο ή γελοίο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
amusement | amusements |
amusement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη amuser