ample
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ample (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ample | amples |
ample (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ample (en)
ενικός | πληθυντικός |
ample | amples |
ample (fr) αρσενικό ή θηλυκό