amortissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
amortissement | amortissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
amortissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη amortir
ενικός | πληθυντικός |
amortissement | amortissements |
amortissement (fr) αρσενικό