Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
amnistiable amnistiables

  Επίθετο επεξεργασία

amnistiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη amnistie