amebo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- amebo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amebo | ameboj |
αιτιατική | amebon | amebojn |
amebo (eo)
- η αμοιβάδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amebo | ameboj |
αιτιατική | amebon | amebojn |
amebo (eo)