ambulanco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambulanco | ambulancoj |
αιτιατική | ambulancon | ambulancojn |
ambulanco (eo)
- το ασθενοφόρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambulanco | ambulancoj |
αιτιατική | ambulancon | ambulancojn |
ambulanco (eo)