amalgamo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- amalgamo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amalgamo | amalgamoj |
αιτιατική | amalgamon | amalgamojn |
amalgamo (eo)
- το αμάλγαμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amalgamo | amalgamoj |
αιτιατική | amalgamon | amalgamojn |
amalgamo (eo)