alumen
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- alumen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂elud-
Ουσιαστικό επεξεργασία
alumen ουδέτερο
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alumen | alumină |
γενική | aluminis | aluminum |
δοτική | aluminī | aluminĭbus |
αιτιατική | alumen | alumină |
κλητική | alumen | alumină |
αφαιρετική | alumine | aluminĭbus |