als
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Σύνδεσμος επεξεργασία
als (de)
- από
- ↪ Ich habe mehr Angst als du - έχω περισσότερο άγχος από εσένα
- ↪ Ich verdiene mehr als du - βγάζω περισσότερα χρηματα από εσένα
- ως, σαν
- ↪ Als Ersatz gebe ich dir einen neuen Apparat
- ως' (για) αντικατάσταση, σου δίνω μια νέα συσκευή
- ↪ Als Ersatz gebe ich dir einen neuen Apparat
- όταν
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Άρθρο επεξεργασία
als (ca)
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Σύνδεσμος επεξεργασία
als (nl)