alolema
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- alolema < πιθανώς λεξιπλασία του ισπανικού καθηγητού Ιωάννου Ροδρίγου Σολομίνου (Juan Rodríguez Solominos) ή σπάνια λέξη από την αρχαία ελληνική ἀλώλημα ή ἀλλώλημμα (άλλο- + λῆμμα) με επέκταση του όμικρον σε ωμέγα λόγω συνθέσεως (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alolema | alolemas |
alolema (es) αρσενικό
- (λόγιο, λεξικογραφία) διαφορετική μορφή μιας λέξης με την ίδια σημασία