Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

alolema < πιθανώς λεξιπλασία του ισπανικού καθηγητού Ιωάννου Ροδρίγου Σολομίνου (Juan Rodríguez Solominos) ή σπάνια λέξη από την αρχαία ελληνική ἀλώλημα ή ἀλλώλημμα (άλλο- + λῆμμα) με επέκταση του όμικρον σε ωμέγα λόγω συνθέσεως (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
alolema alolemas

alolema (es) αρσενικό

  • (λόγιο, λεξικογραφία) διαφορετική μορφή μιας λέξης με την ίδια σημασία
    (στο λήμμα δράστης) Alolema(s): dór. δράστας Pi.P.4.287[1] (το «αλώλημα» είναι η δωρική μορφή με μακρό ᾱ αντί του μεταγενεστέρου ήτα (εε) και αναφέρεται που βρίσκεται στον Πίνδαρο)

  Αναφορές επεξεργασία