allocation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
allocation (en)
- κατανομή, ανάθεση
- επιμερισμός
- (πληροφορική) δέσμευση (π.χ. memory allocation)
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
allocation (fr) θηλυκό