alchemia
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- alchemia < αραβική ال (al, άρθρο) + αραβική كيمياء (kīmiyā’) < αρχαία ελληνική χυμεία < αρχαία ελληνική χύμα < χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία
Ουσιαστικό επεξεργασία
alchemia θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- alchamia - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
alchemia θηλυκό
- η αλχημεία