alcedo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alcedo | alcedoj |
αιτιατική | alcedon | alcedojn |
alcedo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alcedo | alcedoj |
αιτιατική | alcedon | alcedojn |
alcedo (eo)