akupunkturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- akupunkturo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akupunkturo | akupunkturoj |
αιτιατική | akupunkturon | akupunkturojn |
akupunkturo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akupunkturo | akupunkturoj |
αιτιατική | akupunkturon | akupunkturojn |
akupunkturo (eo)