akuŝigisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝigisto | akuŝigistoj |
αιτιατική | akuŝigiston | akuŝigistojn |
akuŝigisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝigisto | akuŝigistoj |
αιτιατική | akuŝigiston | akuŝigistojn |
akuŝigisto (eo)