aktorino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktorino | aktorinoj |
αιτιατική | aktorinon | aktorinojn |
aktorino (eo)
- η ηθοποιός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktorino | aktorinoj |
αιτιατική | aktorinon | aktorinojn |
aktorino (eo)