aktoraĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktoraĉo | aktoraĉoj |
αιτιατική | aktoraĉon | aktoraĉojn |
aktoraĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktoraĉo | aktoraĉoj |
αιτιατική | aktoraĉon | aktoraĉojn |
aktoraĉo (eo)