aktiveco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktiveco | aktivecoj |
αιτιατική | aktivecon | aktivecojn |
aktiveco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktiveco | aktivecoj |
αιτιατική | aktivecon | aktivecojn |
aktiveco (eo)