akso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akso | aksoj |
αιτιατική | akson | aksojn |
akso (eo)
- ο άξονας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akso | aksoj |
αιτιατική | akson | aksojn |
akso (eo)