aklamo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aklamo | aklamoj |
αιτιατική | aklamon | aklamojn |
aklamo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aklamo | aklamoj |
αιτιατική | aklamon | aklamojn |
aklamo (eo)