akiraĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akiraĵo | akiraĵoj |
αιτιατική | akiraĵon | akiraĵojn |
akiraĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akiraĵo | akiraĵoj |
αιτιατική | akiraĵon | akiraĵojn |
akiraĵo (eo)