Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

akin < a- + kin

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /əˈkɪn/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

akin (en)

  • συγγενής, συγγενικός, απ' το ίδιο σόι, ομόαιμος