akciulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- akciulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akciulo | akciuloj |
αιτιατική | akciulon | akciulojn |
akciulo (eo)
- ο μέτοχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akciulo | akciuloj |
αιτιατική | akciulon | akciulojn |
akciulo (eo)