akcio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcio | akcioj |
αιτιατική | akcion | akciojn |
akcio (eo)
- η μετοχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcio | akcioj |
αιτιατική | akcion | akciojn |
akcio (eo)