akcesora
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcesora | akcesoraj |
αιτιατική | akcesoran | akcesorajn |
akcesora (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcesora | akcesoraj |
αιτιατική | akcesoran | akcesorajn |
akcesora (eo)