Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
airprox airproxes

  Ετυμολογία επεξεργασία

airprox < συμφυρμός των aircraft + proximity

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɛə(ɹ)pɹɒks/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

airprox (en)

  Πηγές επεξεργασία