airport
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
airport | airports |
Ετυμολογία επεξεργασία
airport < air + port (μαρτυρείται από το 1902)[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
airport (en)
ενικός | πληθυντικός |
airport | airports |
airport < air + port (μαρτυρείται από το 1902)[1]
airport (en)