agordiĝemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agordiĝemo | agordiĝemoj |
αιτιατική | agordiĝemon | agordiĝemojn |
agordiĝemo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- agordighemo στο H-sistemo
- agordigxemo στο X-sistemo