agitator
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
agitator (en)
- βλ. agitatio
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
agitator (pl) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη agitacja
agitator (en)
agitator (pl) αρσενικό
→ δείτε τη λέξη agitacja