agacement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- agacement < agacer
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
agacement | agacements |
agacement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
agacement | agacements |
agacement (fr) αρσενικό