affront
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
affront (en)
Ρήμα επεξεργασία
affront (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- affront < affronter
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
affront | affronts |
affront (fr) αρσενικό