afero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afero | aferoj |
αιτιατική | aferon | aferojn |
afero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afero | aferoj |
αιτιατική | aferon | aferojn |
afero (eo)