aerodromo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerodromo | aerodromoj |
αιτιατική | aerodromon | aerodromojn |
aerodromo (eo)
- το αεροδρόμιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerodromo | aerodromoj |
αιτιατική | aerodromon | aerodromojn |
aerodromo (eo)