aerhejtado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerhejtado | aerhejtadoj |
αιτιατική | aerhejtadon | aerhejtadojn |
aerhejtado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerhejtado | aerhejtadoj |
αιτιατική | aerhejtadon | aerhejtadojn |
aerhejtado (eo)