aerdefendo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerdefendo | aerdefendoj |
αιτιατική | aerdefendon | aerdefendojn |
aerdefendo (eo)
- η αεράμυνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerdefendo | aerdefendoj |
αιτιατική | aerdefendon | aerdefendojn |
aerdefendo (eo)