Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

adporto < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) porto (la)

  Ρήμα επεξεργασία

adporto (la) και apporto (la) (adportō1, adportāvī, adportātum, adportāre)

Κλίση επεξεργασία