adoucisseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adoucisseur | adoucisseurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
adoucisseur (fr) αρσενικό
- τεχνίτης εξειδικευμένος στη λείανση διαφόρων εξαρτημάτων
- συσκευή που μαλακώνει το νερό, αποσκληρυντής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη adoucir