adopcja
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aukcja | aukcje |
γενική | aukcji | aukcji(/aukcyj) |
δοτική | aukcji | aukcjom |
αιτιατική | aukcję | aukcje |
οργανική | aukcją | aukcjami |
τοπική | aukcji | aukcjach |
κλητική | aukcjo | aukcje |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
adopcja (pl) θηλυκό
- η υιοθεσία