admissible
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | admissible |
συγκριτικός | more admissible |
υπερθετικός | most admissible |
Επίθετο επεξεργασία
admissible (en)
- παραδεκτός, επιτρεπτός, που μπορεί να επιτραπεί ή να γίνει αποδεκτό, ειδικά στο δικαστήριο
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
admissible | admissibles |
Επίθετο επεξεργασία
admissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό