Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

admiror < ad- + miror

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /adˈmiː.ror/

  Ρήμα επεξεργασία

admiror (la) (αποθετικό ρήμα) (admīror1, admīrātus sum, admīrārī)

Κλίση επεξεργασία