adjutanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adjutanto | adjutantoj |
αιτιατική | adjutanton | adjutantojn |
adjutanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adjutanto | adjutantoj |
αιτιατική | adjutanton | adjutantojn |
adjutanto (eo)