Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

adhortor < ad- + hortor

  Ρήμα επεξεργασία

adhortor (la) (αποθετικό ρήμα) (adhortor1, adhortātus sum, adhortārī)

  1. προτρέπω
  2. ενθαρρύνω

Κλίση επεξεργασία