actualisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
actualisation | actualisations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
actualisation (fr) θηλυκό
- η ενημέρωση (μιας πληροφορίας κλπ)
- η αναβάθμιση
ενικός | πληθυντικός |
actualisation | actualisations |
actualisation (fr) θηλυκό