Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
actualisation actualisations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

actualisation (fr) θηλυκό

  1. η ενημέρωση (μιας πληροφορίας κλπ)
  2. η αναβάθμιση