actuaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
actuaire | actuaires |
actuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- εξειδικευμένος στις στατιστικές προς όφελος ασφαλιστικών εταιρειών
ενικός | πληθυντικός |
actuaire | actuaires |
actuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό