acrobatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kʁɔ.ba.tik/
- ⓘ
Ετυμολογία επεξεργασία
- acrobatique < acrobate
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kʁɔ.ba.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
acrobatique | acrobatiques |
acrobatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό